πελεμίζεται

πελεμίζεται
πελεμίζω
shake
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πελεμίζω — Α 1. τινάζω κάτι στον αέρα, κινώ δυνατά, σείω, κάνω κάτι να σείεται ή να τρέμει («ὑπὸ βροντής πελεμίζεται εὐρεῑα χθών», Ησίοδ.) 2. κινώ κάποιον από τη θέση του 3. φρ. «πελεμίζω (τόξον)» προσπαθώ με μεγάλο κόπο να τεντώσω τόξο. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ.… …   Dictionary of Greek

  • πελεμίζετ' — πελεμίζετε , πελεμίζω shake pres imperat act 2nd pl πελεμίζετε , πελεμίζω shake pres ind act 2nd pl πελεμίζεται , πελεμίζω shake pres ind mp 3rd sg πελεμίζετο , πελεμίζω shake imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) πελεμίζετε , πελεμίζω shake… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”